- συμμεταίτιος
- -ον, Ασυνένοχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μεταίτιος «συναίτιος, συνένοχος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμμεταίτια — συμμεταίτιος contributing jointly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek